ἀτυχήσει

ἀτυχήσει
ἀτυχέω
to be unfortunate
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀτυχέω
to be unfortunate
fut ind mid 2nd sg
ἀτυχέω
to be unfortunate
fut ind act 3rd sg
ἀ̱τυχήσει , ἀτυχέω
to be unfortunate
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱τυχήσει , ἀτυχέω
to be unfortunate
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… …   Dictionary of Greek

  • ερωτοπαθής — ές 1. αυτός που κατέχεται από έντονο ερωτικό πάθος 2. αυτός που έχει ατυχήσει στον ερωτά του 3. ερωτομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + παθής < πάθος. Η λ. μαρτυρείται στον Σπ. Ν. Ζαβιτσάνο] …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”